γοώ

γοώ
γοῶ (-άω) (Α)
θρηνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τύποι γόος και γοώ ανάγονται σε IE *gŏu / *gou∂ «φωνάζω, κραυγάζω». Το ρ. γοώ εμφανίζει όμοιο σχηματισμό με ρήματα τού τύπου βοώ «καλώ κάποιον φωνάζοντας», μυκώμαι «μουγκρίζω». Η σημασία τού ελλ. τ. δεν συμπίπτει πλήρως με τη σημασία τών αντίστοιχων τύπων τών άλλων γλωσσών (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. gikewen «ονομάζω», αγγλοσαξ. cīegan «ονομάζω, καλώ», αρχ. ινδ. jόguve «προφέρω με δυνατή φωνή»). Ο τ. γόος αποτελεί υστερογενή σχηματισμό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γοῶ — γοάω groan pres imperat mp 2nd sg γοάω groan pres subj act 1st sg (attic epic ionic) γοάω groan pres ind act 1st sg (attic epic ionic) γοάω groan pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) γοάω groan pres ind act 1st sg (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόω — γόος weeping masc nom/voc/acc dual γόος weeping masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόῳ — γόος weeping masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόωι — γόῳ , γόος weeping masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοή — και βουή, η (AM βοή, Α και βοά, δωρ. τ.) 1. δυνατή φωνή, δυνατός ήχος 2. κραυγή, ιδίως θρηνητική 3. συγκεχυμένος θόρυβος 4. υπόκωφος, βαρύς ήχος 5. ο ήχος των κυμάτων νεοελλ. 1. βόμβος, βούισμα 2. δυσφήμηση 3. (σε κατάρα) ξαφνικό κακό αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ῥιγόω — ῥῑγόω , ῥιγόω to be cold pres subj act 1st sg (epic) ῥῑγόω , ῥιγόω to be cold pres ind act 1st sg (epic) ῥῑγόω , ῥιγόω to be cold pres ind act (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αινόγοος — αἰνόγοος, ον (Α) αυτός που τόν θρήνησαν φοβερά, υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + γοος < γοῶ] …   Dictionary of Greek

  • γοήτις — γοῆτις, η (Α) [γοώ] αυτή που μαγεύει («γοῆτις μορφή») …   Dictionary of Greek

  • γοητής — γοητής, ο, δωρ. τ. γοατάς, ο (Α) [γοώ] θρηνώδης …   Dictionary of Greek

  • γόης — και γόητας, ο (θηλ. γόησσα, η) (AM γόης, ο) [γοώ] μάγος, θαυματοποιός («γόης φιδιών», «μάγος και γόης») νεοελλ. αυτός που σαγηνεύει με την ομορφιά του αρχ. απατεώνας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”